- επίλεκτος
- -η, -οεκλεκτός, διαλεχτός, διακεκριμένος, ξεχωριστός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐπίλεκτος — chosen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίλεκτος — η, ο (AM ἐπίλεκτος, ον) [επιλέγω] εκλεκτός, διαλεχτός μσν. εκείνος που γίνεται με φροντίδα αρχ. (για στρατιώτες) α) αυτός που κατατάχθηκε μετά από επιλογή β) έκτακτος … Dictionary of Greek
ἐπιλέκτως — ἐπίλεκτος chosen adverbial ἐπίλεκτος chosen masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίλεκτον — ἐπίλεκτος chosen masc/fem acc sg ἐπίλεκτος chosen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλέκτοις — ἐπίλεκτος chosen masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλέκτου — ἐπίλεκτος chosen masc/fem/neut gen sg ἐπιλέκτης collector masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλέκτους — ἐπίλεκτος chosen masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλέκτων — ἐπίλεκτος chosen masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλέκτῳ — ἐπίλεκτος chosen masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίλεκτα — ἐπίλεκτος chosen neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)